- πρωτοζύμιον
- πρωτοζύμιονprime fermentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοζύμιον — τὸ, Α η πρώτη ζύμη ή η πρώτη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζύμη + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek